ἄγρα — ἄγρᾱ , ἄγρα hunting fem nom/voc/acc dual ἄγρᾱ , ἄγρα hunting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγρα — I Στην αρχαία Αθήνα, η αριστερά του Ιλισού περιοχή, από το Παναθηναϊκό στάδιο έως τη σημερινή οδό Αναπαύσεως περίπου. Στην αρχαία εποχή η περιοχή αυτή ήταν δασώδης και αφιερωμένη στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη, που λεγόταν και Αγροτέρα. Η ονομασία Ά … Dictionary of Greek
ἄγρᾳ — ἄγραι , ἄγρα hunting fem nom/voc pl ἄγρᾱͅ , ἄγρα hunting fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄγρᾳ — Ἄγραι , Ἄγραι hunting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Υδροηλεκτρικός Σταθμός Άγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360), στην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άγρα … Dictionary of Greek
ἄγρας — ἄγρᾱς , ἄγρα hunting fem acc pl ἄγρᾱς , ἄγρα hunting fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγραι — ἄγρα hunting fem nom/voc pl ἄγρᾱͅ , ἄγρα hunting fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγραν — ἄγρᾱν , ἄγρα hunting fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρεσίης — ἄγρα hunting fem gen sg (epic ionic) ἀγρεσία fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρῶν — ἄγρα hunting fem gen pl ἀγρέω take pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀγρός field masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)